Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ


Εδώ και αρκετούς μήνες ζούμε τις επιπτώσεις του μνημονίου της τρόικας στον τομέα της εργασίας στην καθημερινότητα μας. Η κατοχική κυβέρνηση του ΔΝΤ, όμως, σκοπεύει να επεκτείνει την εφαρμογή του Μνημονίου και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με μια σειρά ρυθμίσεων που έχουν ξεκάθαρα στόχο τη μετατροπή των δημόσιων πανεπιστημίων σε παραρτήματα ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Με το Μνημόνιο της παιδείας εισάγεται ο θεσμός του Συμβουλίου στη διοίκηση του πανεπιστημίου. Ενώ όμως θεσπίζεται με πρόσχημα την ενίσχυση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων, στην ουσία λειτουργεί εναντίον του. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στο κείμενο του νόμου αναφέρεται η συμμετοχή σε αυτό μελών που δεν ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα, τα οποία επιλέγονται ως άτομα Από τη στιγμή όμως που θα δρουν ατομικά δε τους εμποδίζει τίποτα από το να εξυπηρετούν προσωπικά και εταιρικά συμφέροντα. Και όλα αυτά εκμεταλλευόμενα την υλική και πνευματική ιδιοκτησία του πανεπιστημίου (έρευνα, προσωπικό, χρηματοδότηση).
Το Συμβούλιο αυτό θα αναλαμβάνει αρμοδιότητες όπως την χρηματοδότηση του κάθε ιδρύματος, την αξιοποίηση της περιουσίας του, την τήρηση του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας καθώς και την έγκριση της διεθνούς στρατηγικής του ιδρύματος.

Είναι γεγονός λοιπόν ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο οδηγείται σε αδιέξοδο: Από τη μία η τεράστια ελάττωση της χρηματοδότησης (μειώνεται φέτος περαιτέρω κατά 22%, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις μειώνονται κατά 50%) το αναγκάζει να στραφεί στις ιδιωτικές επιχορηγήσεις, με το αντίστοιχο φυσικά αντάλλαγμα. Από την άλλη με τη σύσταση του συμβουλίου οι αγορές συμμετέχουν και επίσημα πλέον στη διαχείριση του πανεπιστημίου. Έτσι, η προφανής  ¨λύση¨  στο πρόβλημα της ελλιπούς κρατικής χρηματοδότησης (που δεν είναι άλλη από την ιδιωτική χρηματοδότηση) έρχεται στο πιάτο με τη συνεργασία του κράτους.

Τι πρόκειται όμως να αλλάξει με την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στο δημόσιο πανεπιστήμιο; Καταρχάς χάνεται ο κοινωνικός του χαρακτήρας. Το πανεπιστήμιο δε θα δρα πια για το όφελος της κοινωνίας και της Επιστήμης. Δε θα αποτελεί τίποτα άλλο παρά ένα μέσο που ως αυτοσκοπό θα έχει την αύξηση της κερδοφορίας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

Ως συνέπεια, η χρηματοδότηση θα επικεντρώνεται στις τεχνολογικές και οικονομικές σχολές (δηλαδή αυτές που μπορούν να εξυπηρετήσουν άμεσα την αγορά) και οι σχολές με ανθρωπιστικό και κοινωνικό γνωστικό αντικείμενο θα αφήνονται στην τύχη τους. Σε παρόμοιο μοντέλο θα κινείται και η χρηματοδότηση της έρευνας καθώς το βάρος θα δίνεται στις οικονομικά κερδοφόρες, ενώ οι έρευνες με καθαρά επιστημονικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα που δε θα επιφέρουν κανένα κέρδος στις επιχειρήσεις θα χρηματοδοτούνται ελάχιστα ή καθόλου.

Η χρηματοδότηση των Α.Ε.Ι. επιδιωκόταν να περάσει στον έλεγχο του ιδιωτικού κεφαλαίου και μέσω του θεσμού της αξιολόγησης, που εισήχθη την περασμένη χρονιά. Αυτό που προσπάθησε η προηγούμενη κυβέρνηση να εφαρμόσει ήταν η διενέργεια εσωτερικής αξιολόγησης σε κάθε ίδρυμα και η περεταίρω επεξεργασία των αποτελεσμάτων της από την Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης, η οποία απαρτίζεται και από μη ακαδημαϊκά μέλη. Μία από τις προτάσεις του Μνημονίου για την παιδεία είναι η «Μετεξέλιξη της Ανεξάρτητης Αρχής για τη Διασφάλιση της Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης (Α.ΔΙ.Π.) σε Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης, Πιστοποίησης και Χρηματοδότησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης». Αυτή μάλιστα θα λειτουργεί «με την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων και φορέων» (με λίγα λόγια εξωπανεπιστημιακών παραγόντων). Έτσι ανοίγει άλλη μία πόρτα για τη διείσδυση του ιδιωτικού κεφαλαίου στη διαχείριση των πανεπιστημιακών πόρων.

Και όταν αναφερόμαστε σε ιδιωτικό κεφάλαιο δεν εννοούμε μόνο το εγχώριο αλλά και το διεθνές. Και αυτό γιατί στο πλαίσιο της διεθνοποίησης (όσον αφορά οικονομικούς όρους πάντα) της ανώτατης εκπαίδευσης προτείνεται η «Πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών των ελληνικών ιδρυμάτων από διεθνείς επιτροπές επιστημόνων».
Οι αλλαγές που έρχεται να προτείνει το κείμενο της διαβούλευσης δεν αφήνουν ανέγγιχτη ούτε τη διοίκηση του πανεπιστημίου, ούτε τη δομή του διδακτικού προσωπικού.



Το Συμβούλιο, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, θα είναι υπεύθυνο για την επιλογή του εκάστοτε πρύτανη καθώς και για την παύση των καθηκόντων του, όταν αυτό το κρίνει αναγκαίο. Έτσι ο ρόλος του πρύτανη θα είναι μόνο διακοσμητικός καθώς οι αρμοδιότητες του θα περιλαμβάνουν αποκλειστικά τα ακαδημαϊκά ζητήματα (δηλαδή μόνο τα εκπαιδευτικά) και θα είναι διαρκώς υπόλογος στο Συμβούλιο.

Όσον αφορά το προσωπικό του εκάστοτε ιδρύματος, στο κείμενο της διαβούλευσης εισάγεται μια ριζική αλλαγή πάνω στη διάρθρωση των βαθμίδων. Πλέον οι βαθμίδες του διδακτικού προσωπικού περιορίζονται σε τρεις (καθηγητές, αναπληρωτές, επίκουροι) ενώ μόνιμο προσωπικό αποτελούν μόνο οι δυο πρώτες βαθμίδες (καθηγητές, αναπληρωτές). Επιπλέον σύμφωνα με το ίδιο κείμενο ο λέκτορας δεν αποτελεί πλέον εξελίξιμη βαθμίδα. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται και μέσα στο πανεπιστήμιο η πολιτική της μη μόνιμης εργασίας.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση του ΔΝΤ μέσω του Μνημονίου της παιδείας είναι η κατάργηση του αυτοδιοίκητου και όχι η ισχυροποίηση του, όπως ισχυρίζεται. Αυτό αποτελεί κατάφορη παραβίαση του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται με σαφήνεια το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ. Όπως συνταγματική παραβίαση αποτελεί και η λειτουργία των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΣ), που άρχισαν να λειτουργούν με το που ανέλαβε το υπουργείο η Διαμαντοπούλου. Ακόμη, με την εισαγωγή Συμβουλίων, και κατά συνέπεια ιδιωτικών επιχειρήσεων στα ΑΕΙ, η ακαδημαϊκή έρευνα θα είναι πια πλήρως κατευθυνόμενη ώστε να εξυπηρετεί τις αγορές. Εκτός από αυτές τις αλλαγές που δρομολογούνται στη διοίκηση των ΑΕΙ και στα εργασιακά δικαιώματα του διδακτικού προσωπικού, το Μνημόνιο της παιδείας προχωράει και την αλλαγή της ίδιας τη δομής των σπουδών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ακρογωνιαίος λίθος του νέου νόμου είναι η πλήρης κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του εργατικού – φοιτητικού κινήματος στην ελλάδα. Σε μια περίοδο ταξικής – κοινωνικής όξυνσης που οι πιθανότητες μιας κοινωνικής εξέγερσης αυξάνονται με την απειλή της πτώχευσης-κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος να αυξάνονται, το κράτος παίρνει όλα του τα μέτρα φροντίζοντας να κλείσει όλες τις εστίες που μπορούν να γίνουν κέντρα για οργάνωση αγώνων μακριά από τα κατασταλτικά μέσα της εξουσίας.


Γίνεται ξεκάθαρο πως αυτός ο νόμος δεν αποτελεί ένα πλήγμα μόνο στους φοιτητές αλλά στο σύνολο της κοινωνίας, εφόσον στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα της αλλοτριώνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα του πανεπιστημίου από τη μία και αποστειρώνοντας πολιτικά-κοινωνικά από την άλλη.


Στην ίδια ενότητα του κειμένου του νόμου αναφέρεται το εξής:

«Θεσμοθετείται η δυνατότητα προσφοράς προγραμμάτων σπουδών μονοετούς ή διετούς διάρκειας». Με τον τρόπο αυτό ανοίγεται ένα παράθυρο για το «σπάσιμο» των σπουδών μας σε δύο κύκλους, όπως ακριβώς επιτάσσεται από τη Συνθήκη της Μπολόνια. Έναν κύκλο διάρκειας 3 ή 4 ετών – που αντιστοιχεί σε επίπεδο Bachelor – και έναν  άλλο διάρκειας 2 ή 1 ετών αντίστοιχα– που απονέμει τίτλο Master – στον οποίο θα προβιβάζεται μόνο ένα μικρό ποσοστό (της τάξεως 20% – 30%), όπως στις χώρες όπου έχει ήδη εφαρμοστεί.

Παράλληλα με τις υπόλοιπες αλλαγές έρχεται να περάσει και το σύστημα των πιστωτικών μονάδων για την επιλογή μαθημάτων. Δηλαδή, για να περάσει ένας φοιτητής από το ένα εξάμηνο στο άλλο θα χρειάζεται να συγκεντρώσει ένα συγκεκριμένο αριθμό μονάδων. Άρα, όπως γίνεται κατανοητό θα καταρτίζουμε το πρόγραμμα σπουδών μας όχι βάσει των επιστημονικών μας προτιμήσεων, αλλά κυνηγώντας μονάδες. 

Επίσης, γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στην επιβολή διδάκτρων στο μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών (ο δεύτερος κύκλος σπουδών μετά το bachelor). <<Το Συμβούλιο του ιδρύματος έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: ιγ) τον ορισμό ή μη διδάκτρων και του ύψους τους για τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών του ιδρύματος, ύστερα από γνώμη της κοσμητείας της σχολής μεταπτυχιακών σπουδών>> (σελ 6 του νέου νόμου). Σε μια περίοδο που η υποχρηματοδότηση του πανεπιστημίου έχει φτάσει σε πρωτόγνωρο βαθμό όπως φαίνεται και παραπάνω, ο καθένας μπορεί να καταλάβει από πού θα αναζητηθούν έσοδα για να καλύψουν τα ιδρύματα τις λειτουργικές τους ανάγκες.

Οι διατάξεις αυτές όμως, που αποσκοπούν στην «ευελιξία» του φοιτητή όσον αφορά τις επιλογές του κατά τη διάρκεια των σπουδών του, επιφέρουν στην ουσία τον κατακερματισμό του γνωστικού μας αντικειμένου – κάτι που συνεπάγεται ελλιπή γνώση και ελλιπή εργασιακά δικαιώματα. Τέλος, δημιουργούνται με τον τρόπο αυτόν πτυχιούχοι πολλών εξειδικεύσεων και πολλών ταχυτήτων, κάτι που βολεύει την παγκοσμιοποιημένη ελαστική αγορά εργασίας – για  την οποία γίνεται συνεχώς λόγος στο κείμενο της διαβούλευσης – καθώς εργαζόμενοι χωρίς κοινά δικαιώματα είναι εργαζόμενοι χωρίς κοινές  διεκδικήσεις.

Σύνδεση του μνημονίου στην παιδεία με αυτό στην εργασία:

Σε συνδυασμό όμως, με τις αλλαγές στον χώρο της εργασίας που έχει φέρει στην Ελλάδα το Δ.Ν.Τ. και οι θιασώτες του (όλο το πολιτικό - συνδικαλιστικό κομματικό σύστημα, κοινοβουλευτικό ή μη) οι παραπάνω αλλαγές έρχονται σε άμεση σύνδεση με το εργασιακό μας μέλλον και ολοκληρώνουν το νόημα των αλλαγών που επιχειρούνται στην παιδεία. Το μέλλον μας δε φαντάζει απλώς αβέβαιο λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά λόγω της ισχυροποίησης σε τεράστιο βαθμό του νομικού "οπλοστασίου" που έχουν εργοδοσία – αφεντικά απέναντι στα εργατικά δικαιώματα.

Η διάλυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με την υπερίσχυση των κλαδικών συμβάσεων θα οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση των μισών που θα είναι και νομικά κατοχυρωμένη πια, έτσι ώστε να είναι και χαμηλότεροι των επίσημων 580 ευρώ! Βέβαια με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας που γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς στις εργοδοτικές συμβάσεις, τα δικαιώματα των εργαζομένων συρρικνώνονται σε τέτοιο βαθμό που ουσιαστικά οδηγούνται στην ολοκληρωτική κατάργηση τους. Στη συνέχεια η ύφεση που τροφοδοτεί την ανεργία ολοένα και περισσότερο, δημιουργεί μια στρατιά ανέργων η οποία θα είναι διατεθειμένη να δουλέψει με οποιοδήποτε μισθό, έτσι ώστε να καταφέρει να επιβιώσει και η οποία με τη σειρά της θα βοηθά την επιδίωξη του κεφαλαίου να μειώσει στο ελάχιστο το κόστος εργασίας.

Ελαστικά ωράρια => ελαστικοί μισθοί => ελαστικά όρια συνταξιοδότησης: κοινός παρονομαστής; Η συρρίκνωση των συμφερόντων όσων πλήττονται καθημερινά, από μια κρίση που δεν έχει πλήξει καθόλου το ισχυρό κεφάλαιο. Ήδη τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής της εξουσίας με όποιο πρόσωπο κι αν αυτή εκφράζεται (εκλεγμένης-διορισμένης κυβέρνησης, Δ.Ν.Τ., Ευρωπαϊκής Ένωσης) φαίνονται πλέον ξεκάθαρα στη ζωή μας: καθημερινές αυτοκτονίες λόγω χρεών, πτωχεύσεις συνοικιακών μαγαζιών, οικογένειες χωρίς κανένα εργαζόμενο, τρομακτική αύξηση των ποσοστών κατάθλιψης κ.α….

Εφόσον, η υπό διαμόρφωση εργατική τάξη (στην οποία ακόμα και αν πολλοί δυσκολεύονται να το αποδεχτούν, βρισκόμαστε και εμείς) δεν επιχειρήσει να αποτινάξει από πάνω της το ζυγό του ΔΝΤ, εγχώριου κεφαλαίου και κομματικού συστήματος τότε είναι καταδικασμένη και η επόμενη παραγωγική γενιά, να υποφέρει από λάθη δικά μας…


Η απάντηση στην κρίση βρίσκεται στο εργοστάσιο και στη σχολή, όχι στην επιβολή


ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΙΣΟΤΗΤΑ – ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ – ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου